- υποστοναχίζω
- Α(επικ. τ.) βλ. ὑποστεναχίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποστεναχίζω — και επικ. τ. ὑποστοναχίζω Α στενάζω καθώς βρίσκομαι κάτω από κάτι («γαῑα δ ὑπεστενάχιζε Διὶ ὡς τερψικεραύνῳ χωομένῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στεναχίζω / στοναχίζω «στενάζω»] … Dictionary of Greek